Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Θρίαμβος στην Αλβανία



Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο ιταλικός στρατός προσέβαλε τις ελληνικές δυνάμεις σε όλη τη γραμμή των ελληνοαλβανικών συνόρων. Ο πόλεμος ήταν γεγονός. Για την ελληνική κοινή γνώμη δεν επρόκειτο ακριβώς για έκπληξη. Η Ιταλία από το 1935 και μετά είχε υιοθετήσει μια επιθετική πολιτική που έφερε τα στρατεύματα της στα πεδία μαχών της Αιθιοπίας και της Ισπανίας. Από τις 7 Απριλίου 1939, μετά την ιταλική απόβαση και την αιφνιδιαστική κατάληψη της Αλβανίας, οι δυνάμεις του Ντούτσε ήταν παρούσες στα Βαλκάνια και στα ελληνικά σύνορα. Η Ελλάδα αισθάνθηκε άμεσα απειλούμενη και, διακριτικά, άρχισε να προετοιμάζεται για την πιθανή εμπλοκή της ενάντια στην Ιταλία.
Αλβανία, 1940. Ιταλοί αιχμάλωτοι κατά την ώρα του συσσιτίου
(φωτ.: ΗΝΩΜΕΝΟΙ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΕΡ - Συλλογή Ν. Γ. Τσάγκαρη).
Στη συνέχεια, η έκρηξη του παγκόσμιου πολέμου, έφερε αυτές τις ανησυχίες σε δεύτερη μοίρα. Οι Έλληνες παρακολούθησαν από απόσταση, αλλά και με ολοένα και αυξανόμενη ανησυχία την τύχη της Πολωνίας, την κατάληψη της Δανίας και της Νορβηγίας, τη σαρωτική προέλαση των Γερμανών στο δυτικό μέτωπο, στην Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Γαλλία. Η κυβέρνηση του Μεταξά, προσπάθησε να κρατήσει τη χώρα στην ουδετερότητα, αν και ήταν σαφές ότι η τύχη της Ελλάδας στη νέα αναταραχή ελάχιστα εξαρτιόταν από τις επιλογές και τις προθέσεις μιας ελληνικής κυβέρνησης. Στις 10 Ιουνίου του 1940 η Ιταλία μπήκε και αυτή στην πόλεμο. Το ενδιαφέρον της στράφηκε προς την καταρρέουσα Γαλλία, πράγμα που έδωσε μερικές ανάσες και ελπίδες στην Ελλάδα, που όμως βρισκόταν εκ των πραγμάτων πλέον σε εμπόλεμη ζώνη. Άγγλοι και Ιταλοί άρχισαν να συγκρούονται στο Ιόνιο και στις θάλασσες της Κρήτης, που αποτελούσαν πέρασμα για τα ιταλικά τότε Δωδεκάνησα. Οι κατηγορίες προς την ελληνική πλευρά ότι βοηθούσε τους Άγγλους ή ότι τους επέτρεπε τη χρήση των χωρικών της υδάτων, άρχισαν να πυκνώνουν και μαζί τους οι προκλήσεις του ιταλικού ναυτικού και της αεροπορίας. Το αποκορύφωμα ήρθε στις 15 Αυγούστου, όταν το γηραιό εύδρομο «Έλλη» τορπιλίστηκε και βυθίστηκε έξω από το λιμάνι της Τήνου. Ελάχιστοι αμφέβαλαν για την ταυτότητα του δράστη, παρά την προσεκτική στάση των ελληνικών Αρχών. 
Οι λόγοι που οδήγησαν την ιταλική κυβέρνηση στην απόφαση για επίθεση ενάντια στην Ελλάδα είναι πολύπλοκοι. Η απόφαση πάρθηκε ξαφνικά, χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες προετοιμασίες. Οφειλόταν μάλλον στην επαπειλούμενη ανατροπή των ισορροπιών μεταξύ των δύο εταίρων του Άξονα -μετά τη στρατιωτική εγκατάσταση των Γερμανών στη Ρουμανία- και στην προσπάθεια του Μουσολίνι να ανταποδώσει τα τετελεσμένα με τετελεσμένα. Γεγονός είναι ότι ο ιταλικός στρατός αιφνιδιάστηκε με την απόφαση περίπου όσο και οι αντίπαλοι του. Ο στρατός αυτός είχε επιστρατευθεί βιαστικά για να προλάβει να μετάσχει στον πόλεμο κατά της Γαλλίας. Στην επιστράτευση διαπιστώθηκαν τα μεγάλα του κενά, καθώς τα υλικά και οι εξοπλισμοί που απορροφήθηκαν από την έντονη εμπλοκή της Ιταλίας στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο δεν είχαν ακόμα αντικατασταθεί. Η ιταλική βιομηχανία, σε κατάσταση μόνιμης έλλειψης πρώτων υλών, αδυνατούσε να ανταποκριθεί στα εξοπλιστικά προγράμματα. Η έλλειψη εργατικών χεριών στη γεωργία και η απουσία ενός παραδοσιακού μετώπου οδήγησαν στην απόφαση για μερική αποστράτευση του ιταλικού στρατού. Η απόφαση βρισκόταν στο στάδιο της εφαρμογής στις 28 Οκτωβρίου, με σημαντικές επιπτώσεις στην ετοιμότητα των μονάδων. 
Δεκέμβριος 1940. Πορεία προς το Αργυρόκαστρο.
Ο ελληνικός στρατός, σε μια διαδρομή επιτυχιών - Πόγαδετς, Πρεμετή, Αγιοι Σαράντα, Δέλβινο - θα καταλάβει το Αργυρόκαστρο στις 8 Δεκεμβρίου
(Φωτ.: Συλλογή Μ. Γ. Τσάγκαρη).
Η κυβέρνηση του Μεταξά έδειξε προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο και αντέταξε άμεση και απόλυτη άρνηση στο ιταλικό τελεσίγραφο. Ο πόλεμος ήταν γεγονός. Η κοινή γνώμη βρέθηκε επίσης έτοιμη. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις στα δυτικά μέτωπα, οι περισσότεροι είχαν εθιστεί στην ιδέα ότι το κακό θα έφθανε κάποτε ως εδώ, οι δε φανφαρονισμοί και οι προκλήσεις των Ιταλών είχαν εξαγριώσει τους Έλληνες. Η είδηση για τον πόλεμο έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, ενώ, αντίθετα, ελάχιστες ήταν οι αρνητικές αντιδράσεις. Το κλίμα βοήθησε πολύ στην ταχύτατη και χωρίς προβλήματα πραγματοποίηση της γενικής επιστράτευσης και στη συγκρότηση ενός στρατού εκστρατείας ανώτερου σε πολλά σημεία από τον αντίπαλο του. 
Ο αντίπαλος πραγματοποίησε την εισβολή με τον πλέον πρόχειρο τρόπο. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι ακριβώς πίστευαν οι αξιωματούχοι του φασιστικού κόμματος όταν, στην περίφημη συνεδρίαση του Palazzo Venezia στις 15 Οκτωβρίου, αποφάσισαν και σχεδίασαν την επίθεση. Αν δηλαδή θεωρούσαν ότι οι πολιτικές αντιφάσεις στην Ελλάδα δεν θα επέτρεπαν την αποφασιστική αντίσταση ή αν πίστευαν τις διαβεβαιώσεις του επιτετραμμένου στα Τίρανα, Glacomoni, για επικείμενη εξέγερση των Τσάμηδων της Θεσπρωτίας και των Ρουμανόβλαχων της Πίνδου. Γεγονός είναι ότι η επίθεση σχεδιάστηκε τυχοδιωκτικά και ξεκίνησε με δυνάμεις που κάθε άλλο παρά επαρκείς μπορούσαν να θεωρηθούν. Στο σημείο αυτό ίσως χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 οι ιταλικές δυνάμεις στην Αλβανία δεν υπερέβαιναν τις 140.000 άνδρες, αριθμός που περιλάμβανε τα αστυνομικά σώματα, τους τελωνειακούς, τους σχηματισμούς Αλβανών εθελοντών κ.λπ. Οι μονάδες κρούσης πλησίαζαν τις 100.000 και από αυτούς ένα τμήμα βρισκόταν καθηλωμένο στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Σύμφωνα   με  τη   Διεύθυνση   Ιστορίας Στρατού του ελληνικού ΓΕΣ, στην πρώτη γραμμή της μάχης ο ιταλικός στρατός είχε υπεροχή απέναντι στην Ήπειρο (22 τάγματα, 61 πυροβολαρχίες, 2,5 συντάγματα ιππικού των Ιταλών, έναντι 15 ταγμάτων, 16,5 πυροβολαρχιών των Ελλήνων), στην Πίνδο (5 τάγματα, 6 πυροβολαρχίες έναντι 2 ταγμάτων, 1,5 πυροβολαρχίας), ενώ υστερούσε στη Δυτική Μακεδονία (17 τάγματα, 24 πυροβολαρχίες των Ιταλών έναντι 22 ταγμάτων και 22,5 πυροβολαρχιών των Ελλήνων). Τα στοιχεία αυτά όμως, δεν φαίνεται να περιλαμβάνουν τις σε μικρή απόσταση και σε κίνηση προς το μέτωπο ελληνικές δυνάμεις του δευτέρου κλιμακίου. Η ροή των ενισχύσεων στις επόμενες μέρες είναι δύσκολο να καταγραφεί με ακρίβεια, καθώς και από την μία και από την άλλη πλευρά οι μεγάλες μονάδες εμπλέκοντο στις επιχειρήσεις κλιμακωτά και σπασμωδικά, κατά τάγματα ή πυροβολαρχίες. Οπωσδήποτε όμως οι ελληνικές δυνάμεις απέκτησαν πολύ νωρίς, ίσως από τις 10 ή 15 Νοεμβρίου την πλήρη αριθμητική υπεροχή, που διατήρησαν τουλάχιστον ώς τις αρχές του 1941'. Σε κάθε περίπτωση, η εισβολή με 100.000 στρατό -όχι ιδιαίτερα σύγχρονο ή έστω καλά εξοπλισμένο- ενάντια σε μια χώρα επτά εκατομμυρίων ανθρώπων που προστατευόταν από δύσβατους ορεινούς όγκους και που μπορούσε να στρατεύσει και να εξοπλίσει ώς 400.000 στρατιώτες, δεν φάνηκε τότε και δεν φαίνεται σήμερα πολύ λογική υπόθεση. Η ιταλική ηγεσία δείχνει να παρασύρθηκε από την ίδια την ρητορεία της και επέλεξε την επικίνδυνη οδό του «πραξικοπηματικού εγχειρήματος» (του coup de main, colpo di mano) για να υποτάξει την Ελλάδα. 
Το ιταλικό σχέδιο πρόβλεπε δύο βαθιές διεισδύσεις. Στην Πίνδο, με στόχο το Μέτσοβο, ώστε να κοπεί ο δρόμος προς τη Θεσσαλία και να απομονωθεί η Ηπειρος , και στη Θεσπρωτία, με στόχο το λιμάνι της Πρέβεζας όπου θα μεταφέρονταν εφόδια και ενισχύσεις για τη συνέχιση της εκστρατείας. Στο κέντρο, προς τα Γιάννενα, μία -κατά το γερμανικό πρότυπο- ονομαζόμενη μεραρχία αρμάτων θα προχωρούσε προς τα Γιάννενα, ενώ προς την πλευρά της Μακεδονίας οι ιταλικές δυνάμεις θα κρατούσαν αμυντική στάση. Στην πράξη, όλες οι παραπάνω προθέσεις αποδείχθηκαν ανεφάρμοστες. 
Στην Πίνδο, η μεραρχία αλπινιστών Τζούλια, δέχτηκε στα πλευρά της ισχυρές ελληνικές επιθέσεις από την 1η κιόλας Νοεμβρίου. Κινδύνευσε να αποκοπεί και υποχώρησε γρήγορα προς την Κόνιτσα με σημαντικές απώλειες. Στη Θεσπρωτία, η «ραγδαία» προέλαση έκανε εννέα ολόκληρες ημέρες για να γεφυρώσει τον πλημμυρισμένο Καλαμά, χωρίς μάλιστα αντίσταση. Προχώρησε αργά ως την Παραμυθιά και το Φανάρι, όπου όμως είχε πλέον εξαντλήσει όλη τη δυναμική της. Στο κέντρο, τα ιταλικά «άρματα» τύπου «L», των δυόμισι ή τριών τόνων (!) αποδείχθηκαν ανίκανα να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τα πυρά πεζικού και πυροβολικού αλλά ακόμα και τη λάσπη των αγρών. Στην πλευρά της Μακεδονίας δε, η ελληνική πίεση εκδηλώθηκε από τις πρώτες κιόλας μέρες. 
Αλβανία, 1940. Ελληνες στρατιώτες ενώ επιχειρούν εξ εφόδου κατάληψη υψώματος
 (Φωτ.: Λάζαρος Ακερμανίδης).
Καθώς έφθαναν στο μέτωπο οι νεοεπιστρατευθείσες μονάδες του ελληνικού στρατού και ανέτρεπαν τους εύθραυστους συσχετισμούς ακόμα και στο μέτωπο της Θεσπρωτίας, η ιταλική υποχώρηση γενικεύθηκε, χωρίς όμως να μετατραπεί σε άτακτη φυγή, σε κλονισμό ή διάσπαση του μετώπου. Οι αριθμοί των αιχμαλώτων δεν έφθασαν εξάλλου σε σημαντικά επίπεδα. Οι αιτίες για την αδυναμία των Ελλήνων να εκμεταλλευθούν την αποτυχία των ιταλικών σχεδίων και τη δική τους αριθμητική υπεροχή, βρίσκονταν τόσο στο φυσικό περιβάλλον -που δυσκόλευε τη συγκέντρωση ισχυρών δυνάμεων σε ένα συγκεκριμένο σημείο, ώστε να επιδιωχθεί η διάσπαση του μετώπου και η καταστροφή του εχθρικού στρατού- όσο και στις στρατηγικές και τακτικές επιλογές των αντιπάλων. Η ιταλική τακτική συνίστατο στη δημιουργία ισχυρών σημείων στήριξης, που, σε συνδυασμό με την αριθμητική ανεπάρκεια και τη μορφολογία του ορεινού εδάφους, άφηναν αρκετά κενά που μπορούσαν να εκμεταλλευθούν οι Έλληνες για πλαγιοκοπήσεις και τοπικές επιτυχίες. Το πλήθος των τοπικών επιτυχιών δημιούργησε την εντύπωση στο ελληνικό επιτελείο ότι ήταν δυνατή η επίτευξη της νίκης με την τριβή του ιταλικού στρατού σε όλο το μήκος του μετώπου, με το σπρώξιμο δηλαδή του συνόλου της εχθρικής παράταξης, προς τα πίσω. Στην πράξη, αυτή η τακτική, που θύμιζε τις επιλογές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησε μεν σε εδαφικά κέρδη -τουλάχιστον μέχρι να αποκατασταθούν οι αριθμητικές ισορροπίες- δεν απείλησε όμως σε καμιά περίπτωση τον ιταλικό στρατό με αποφασιστική ήττα. 
Παρ' όλα αυτά, η ελληνική προέλαση, σε συνδυασμό με τις μικρές απώλειες στις πρώτες φάσεις του πολέμου, δημιούργησαν ένα κλίμα ενθουσιασμού και ευφορίας στα μετόπισθεν. Στις 22 Νοεμβρίου -με καθυστέρηση που οφειλόταν στην αδικαιολόγητη φοβία του ελληνικού επιτελείου για τα ιταλικά μηχανοκίνητα και στην επιλογή της προέλασης μέσα από ορεινούς όγκους- καταλήφθηκε η Κορυτσά, ενώ στις 23 δεν απέμεναν πλέον ιταλικές μονάδες σε ελληνικό έδαφος. Στις 8 Δεκεμβρίου καταλήφθηκε το Αργυρόκαστρο και ο πόλεμος μεταφέρθηκε βαθιά στο εσωτερικό της Αλβανίας. Σε συνδυασμό με τις βρετανικές επιτυχίες σε βάρος της Ιταλίας, την ίδια εποχή, η ελληνική κοινή γνώμη σχημάτισε την εντύπωση ότι ζει ημέρες θριάμβου και ότι τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα ελληνικά όπλα. Στην πραγματικότητα οι δυσκολίες του πολέμου μόλις άρχιζαν. 

Κορυτσά, 22 Νοεμβρίου 1940. Μετά την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό.
Ελληνες στρατιώτες στον εξώστη του Δημαρχείου (Φωτ.: Σπ. Χαλκίδης - Συλλογή Μ. Γ. Τσάγκαρη).
Τον Δεκέμβριο ο καιρός άρχισε να χαλά. Στα ορεινά της Αλβανίας όπου μαινόταν ο πόλεμος, ο χειμώνας δυσκόλεψε αφάνταστα τη ζωή των στρατιωτών, πρόσθεσε τα κρυοπαγήματα στις πολεμικές απώλειες και έκανε προβληματικές τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, οι ιταλικές ενισχύσεις δεν σταμάτησαν να έρχονται, παρά την άθλια κατάσταση των λιμανιών της Αλβανίας και τη γενική ανοργανωσιά του ιταλικού στρατού. Ως το τέλος του 1940 έφθασαν άλλες 150.000, που συμπλήρωσαν τα κενά και αποκατέστησαν σε κάποιο βαθμό τις ισορροπίες. Η διείσδυση και η πλαγιοκόπηση δεν ήταν πλέον εύκολα εγχειρήματα για τους Έλληνες φαντάρους. Το δε ελληνικό επιτελείο και ο αρχιστράτηγος Παπάγος εξακολουθούσαν να αγνοούν την ιδέα του κέντρου βάρους της προσπάθειας και να συντηρούν φοβίες σχετικά με την -ανύπαρκτη εξάλλου- τεχνική ανωτερότητα των Ιταλών (ιδέ άρματα μάχης). Η αλλαγή των συνθηκών φάνηκε στην αρχή του νέου χρόνου, όταν οι ελληνικές επιθετικές προσπάθειες στην Κλεισούρα και το Τεπελένι συνοδεύτηκαν από πολύ σοβαρές απώλειες. Παρ' όλα αυτά οι επιτυχίες -όπως η καταστροφή της μεραρχίας «Λύκοι της Τοσκάνης»- δεν έλειπαν ακόμη. Χρειάστηκαν να περάσουν λίγες ημέρες, να πιστοποιηθεί η αδυναμία κατάληψης του Τεπελενίου παρά τις τρομερές απώλειες, να τελματωθεί το μέτωπο μέσα στην κακοκαιρία αλλά και στην αμηχανία των εκατέρωθεν επιτελείων, για να συνειδητοποιηθεί το αδιέξοδο. 
Στις 28 Ιανουαρίου 1941, ο Ιωάννης Μεταξάς πέθανε και στη θέση του, διορισμένος από τον βασιλιά Γεώργιο ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Αλέξανδρος Κορυζής, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, χωρίς πολιτική προϊστορία. Τις τύχες της χώρας και τις τύχες του πολέμου ανέλαβε ουσιαστικά το Παλάτι, ανοίγοντας αμέσως τις προοπτικές στενότερης συνεργασίας με την Αγγλία. Ήταν ένας τρόπος να αναζητηθούν διέξοδοι. Ο πόλεμος στα αλβανικά βουνά μπήκε έτσι στη δεύτερη φάση του.

Σημείωση:
1.       Το ελληνικό ΓΕΣ δεν δίνει στις εκδόσεις τον τους εκτιμώμενους συσχετισμούς της περιόδου της ελληνικής αντεπίθεσης, μετά την 13η Νοεμβρίου. Για την τελευταία αυτή ημερομηνία δίνει για τις ελληνικές δυνάμεις του μετώπου 232.000 άνδρες, 556 πυροβόλα, 100.000 κτήνη, έναντι 240.000 Ιταλών: αριθμός-ο τελευταίος-μάλλον υπερβολικός, καθώς η λογική δεν επιτρέπει να δεχθούμε την ενίσχυση των Ιταλών με 100 -120.00 άνδρες σε 12 ημέρες. Την ίδια ημερομηνία 60.000 Έλληνες στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί στα βουλγαρικά σύνορα και 13.000 στην Κρήτη (ΓΕΣ/ΑΙΣ, «Επίτομη ιστορία του ελληνοϊταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου, 1940 -1941», Αθήνα, ΔΙΣ, 1985, σελ. 64-65). Οι ιταλικές εκτιμήσεις -με σαφείς προθέσεις υπερβολής πάλι- μιλούν για μια σχέση 2,5 προς 1 σε βάρος τους στον τομέα της Ηπείρου (Cervi, «The Hollow Legions», σελ. 182). Επίσημα ιταλικά στοιχεία αναφέρονται σε 270.000 Ιταλούς στρατιώτες στην Αλβανία την 1η Ιανουαρίου 1941, από τους οποίους οι 200.000 στη ζώνη των επιχειρήσεων (Cervi, ό.π,. σελ. 196). Την ίδια εποχή οι ελληνικές δυνάμεις υπερέβαιναν τις 200.000 στη ζώνη τον μετώπου. 
2.       Η ιταλική αριθμητική υπεροχή έγινε σαφής τον Φεβρουάριο τον 1941 και σημαντική τον Μάρτιο. Αρχές Απριλίον, οι Ιταλοί στηνΑλβανία έφθασαν τις 520.000 (Cervi, ό.π.,σελ. 297-298), ενώ οι Έλληνες βρίσκονταν καθηλωμένοι στα επίπεδα των 240 - 250.00στρατιωτών.
του Γιώργου Μαργαρίτη,
Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας,

Πηγή: Η Ελλάδα τον 20ο Αιώνα, Η Ελλάδα 1940 - 1945, Αφιέρωμα «Επτά Ημέρες», της εφημερίδος «Καθημερινής» στις 14/11/1999.


Share/Bookmark

Υπενθύμηση σχετικά με την υποβολή σχολίων:

Παρακαλείστε να είστε κόσμιοι στους χαρακτηρισμούς σας, επειδή ενδέχεται ορισμένοι επισκέπτες του ιστολογίου να είναι και ανήλικοι.
Τα σχόλια στα ιστολόγια υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
Τα σχόλια θα εγκρίνονται, μόνο ενώ και εφόσον, είναι σχετικά με το θέμα, δεν αναφέρουν προσωπικούς, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, καθώς επίσης και τα σχόλια που δεν περιέχουν συνδέσμους.
Επίσης, όταν μας αποστέλλονται κείμενα (μέσω σχολίων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), παρακαλείσθε να αναγράφετε την τρέχουσα πηγή τους σε περίπτωση που δεν είναι δικά σας. Ευχαριστούμε εκ των προτέρων για την κατανόησή σας...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...